Η λογομαχία Ανδρούτσου – Νικηταρά…
Μετά την πτώση του Αλή Πασά, οι τουρκικές δυνάμεις είναι ελεύθερες να ασχοληθούν με τους επαναστατημένους Έλληνες. Την θέση του Χουρσίτ Πασά έχει πάρει ο Ομέρ Βρυώνης. Ο Μαχμούτ Πασάς (Δράμαλης), στέλνεται στη Στερεά με 25.000 πολεμιστές (Αλβανοί, Τούρκοι, Βόσνιοι, Βλάχοι, Γιουρούκοι, Πομάκοι) και στρατοπεδεύει sto Πατρατσίκι, σημερινή Υπάτη.
Έχει προηγηθεί η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ή Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκ.1821 – 16 Ιαν.1822), η οποία ανακήρυξε Πρόεδρο του Νομοτελεστικού Σώματος τον Αλ. Μαυροκορδάτο, που προσέφερε στον Ιωάννη Κωλέττη την θέση του Μινίστρου (Υπουργού) των Εσωτερικών, ενώ για μικρό διάστημα ανέλαβε και την θέση του Μινίστρου των Στρατιωτικών.
Στις 15-20 Νοεμβρίου 1821, συνήλθε ένα συμβούλιο στην Άμφισσα, στο οποίο συμμετείχαν πληρεξούσιοι της Στερεάς, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Υπό την καθοδήγηση του Θεόδωρου Νέγρη, συντάχθηκε η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», ένα είδος Συντάγματος και θεσμοθετήθηκε ένα κυβερνητικό σχήμα, ο Άρειος Πάγος, τα 14 μέλη του οποίου έλαβαν αργότερα μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
Στις αρχές του 1822 η Ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει τη διοργάνωση εκστρατείας στην ανατολική Στερεά, με σκοπό την κατάληψη της Λαμίας.
Η κυβέρνηση διορίζει αρχιστράτηγο, τον πρόεδρο του βουλευτικού Δημήτριο Υψηλάντη, απομακρύνοντάς τον με αυτό τον τρόπο από την Πελοπόννησο.
Μαζί του εκστρατεύουν ο Νικηταράς με τον Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο, με 700 στρατιώτες.
Την οργάνωση επιμελητεία και αποστολή εφοδίων της εκστρατείας, αναλαμβάνει ο Άρειος Πάγος. Ταυτόχρονα ανακαλείται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος από την Εύβοια, να μεταβεί στη Βοιωτία και ορίζεται στρατηγός των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Μετά από συνάντηση του Υψηλάντη και του Ανδρούτσου στο Τουρκοχώρι (Κάτω Τιθορέα), καλείται γενική σύσκεψη των οπλαρχηγών Ανατολικής Στερεάς, στις 24 Μαρτίου του 1822, στον Μπράλο. Τον Άρειο Πάγο αντιπροσωπεύει ο Δρόσος Μανσόλας. Εκεί καταστρώνεται το εξής σχέδιο: ο Ο. Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Π. Ζαφειρόπουλος και ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης, έχοντες 4.000 άνδρες, να αποβιβαστούν στην Αγία Μαρίνα και από εκεί να προελάσουν μέχρι τη Λαμία (Ζητούνι) και να καταλάβουν το φρούριο.
Ταυτόχρονα οι οπλαρχηγοί Α.Σαφάκας, Δ.Σκαλτσάς και Δ.Κοντογιάννης, με 2.500 άνδρες, να επιτεθούν στην Υπάτη (Πατρατσίκι), με σκοπό επίσης την κατάληψη της. Το 3ο σώμα, 1860 άνδρες υπό τον Νάκο Πανουργιά, να τοποθετηθεί στους Κομποτάδες, διακόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ Ζητουνίου και Υπάτης και παρεμβαίνοντας, όπου κρίνει αναγκαίο, προς βοήθεια των άλλων 2 σωμάτων (Αγία Μαρίνα,Υπάτη) και ο Δ.Υψηλάντης να παραμείνει στην Δρακοσπηλιά.
Ημέρα έναρξης των επιχειρήσεων ορίστηκε η Μεγάλη Παρασκευή 31 Μαρτίου 1822.
Ο Άρειος Πάγος αναλαμβάνει την κινητοποίηση του στόλου για την μεταφορά του εκστρατευτικού σώματος και την αποβίβασή του στην Αγία Μαρίνα.
Το σώμα του Ανδρούτσου καθυστερεί μια ημέρα την απόβαση του επειδή τα πλοία είναι μεγάλα και δεν μπορούν να προσεγγίσουν. Ο Ανδρούτσος, ζητά από τον Άρειο Πάγο την αποστολή πλοιαρίων, για την επίτευξη του στόχου.
Η απόβαση στον Αχινό. Αρχίζει η μάχη στην Στυλίδα
Τελικά η απόβαση πραγματοποιείται τις πρωινές ώρες του Μ. Σαββάτου (1 Απριλίου) στον Αχινό, 9χλμ από τη Στυλίδα. Η μικρή φρουρά του Αχινού, μετά από μικροσυμπλοκές υποχωρεί προς τη Στυλίδα. Οι τούρκοι της Στυλίδος με ιππικό και πεζικό αντεπιτίθενται κατά των Ελλήνων το μεσημέρι που προωθούνται προς τη Στυλίδα και εμπλέκονται σε μάχη μαζί τους.
Μη μπορώντας να αντισταθούν στην ορμή του σώματος των Ελλήνων, ηττώνται και -αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 50 νεκρούς- υποχωρούν και πάλι και οχυρώνονται στην Στυλίδα. Η μάχη διαρκεί όλη την ημέρα έως το βράδυ, που οι τούρκοι περιορίζονται σε 4 σπίτια.
Με την έναρξη της επιθέσεως στην Στυλίδα, ο Οδυσσέας με 150 στρατιώτες επιβιβάζεται σε πλοία και αποβιβάζεται στην Αγία Μαρίνα. Οι 800 τούρκοι της φρουράς αιφνιδιάζονται και εγκαταλείπουν πανικοβλημένοι το χωριό και αποσύρονται στο Αυλάκι. Βλέποντας από το εκεί το ολιγάριθμο των Ελλήνων, κάνουν επίθεση στην Αγία Μαρίνα και διεξάγεται σφοδρή μάχη· όμως κατά τη διάρκειά της, σκοτώνεται ο επικεφαλής τους Μουσταφάμπεης και αποχωρούν ξανά στο Αυλάκι, παρά την μεγάλη αριθμητική τους υπεροχή.
Ο Δράμαλης από το Πατρατσίκι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, στέλνει 5.000 άνδρες στο Αυλάκι. Το βράδυ, οι τούρκοι ενισχυμένοι κατευθύνονται προς την πολιορκούμενη από τον Νικηταρά και τον Γ. Δυοβουνιώτη Στυλίδα και απελευθερώνουν μετά από σκληρές μάχες τους κλεισμένους στα οχυρά σπίτια συντρόφους τους και γυρίζουν με αυτούς στο Αυλάκι.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί αποκρούουν και αυτή την επίθεση (500 τουρκαλβανοί νεκροί και τραυματίες, σύμφωνα με τον Υψηλάντη) και αργά την νύχτα του Σαββάτου, κατόπιν συνεννοήσεως με τον Ανδρούτσο, που στο μεταξύ είχε καταφθάσει εκεί, αποφασίζουν να οχυρωθούν όλοι μαζί στην Αγία Μαρίνα.
Μόλις έφθασαν περιέκλεισαν το χωριό με τάφρο και κέντρο της άμυνας τον πύργο του Χαλήλ Μπέη (πηγή: Γεωργαντάς).
Στις αιματηρές μάχες της Στυλίδας, διακρίθηκαν ο Νικηταράς και οι Πελοποννήσιοι, καθώς και ο στρατιώτης του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Ακρίδας, ο οποίος βρισκόμενος μαζί με άλλους Έλληνες υπό καταιγιστικό πυρ από Αλβανούς, όρμησε με ένα δαυλό και άναψε φωτιά στον πύργο, που ήταν οχυρωμένοι και τους έκαψε.
Η αδράνεια
Όμως, σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης των Ελληνικών δυνάμεων, την Μ. Παρασκευή 31 Μαρτίου, οι Α. Σαφάκας, Δ. Σκαλτσάς, Δ. Κοντογιάννης και τα επαρχιακά σώματα των Κραββάρων, Καρπενησίου, Αποκούρου, δεν κινήθηκαν εναντίον της Υπάτης την καθορισμένη ημέρα, παρά μόνο την Δευτέρα του Πάσχα, 3 Απριλίου, επειδή ο Ανδρούτσος μέσω απεσταλμένου, εκλιπαρούσε για έναρξη της επίθεσής (1).
Βλέποντας ο Δράμαλης την αδιαφορία των Ελλήνων γύρω από την Υπάτη έμεινε με 1.500 αλβανούς εκεί και έστειλε 13.000 στρατό πεζικό, ιππικό και κανόνια εναντίον των σωμάτων της Αγίας Μαρίνας. Έτσι από την Κυριακή του Πάσχα 2 Απριλίου, οι τούρκοι με συνεχείς επιθέσεις προσπαθούν να πετάξουν τους Έλληνες στη θάλασσα.
Ο Δράμαλης σφυροκοπά τις Ελληνικές θέσεις, καθώς ενισχύεται συνεχώς από τις γύρω περιοχές και τη Λάρισα. Την πιο κρίσιμη ώρα της μάχης, καταφθάνουν ανελπίστως 150 Μακεδόνες με αρχηγό τον Καρατάσο. Ο Ανδρούτσος τους έταξε στην πλέον επικίνδυνη θέση, στην οποία γίνονταν οι περισσότερες επιθέσεις του εχθρού, λέγοντας πως «αυτή είναι η θέση που αρμόζει σε τιμημένα παλληκάρια».
Έτσι, η σχεδιαζόμενη επιθετική εκστρατεία προς κατάληψη της Λαμίας, μεταβλήθηκε σε αμυντική στην Αγία Μαρίνα. Οι τούρκοι στήνουν 4 κανόνια στο Αυλάκι και από εκεί βομβαρδίζουν συνεχώς τα Ελληνικά χαρακώματα. Ο αγώνας στην Αγία Μαρίνα συνεχίζεται αδιάκοπα για ημέρες, με καθημερινές επιθέσεις και ακροβολισμούς.
Η νυχτερινή έφοδος στο Αυλάκι
Ο Άρειος Πάγος δεν καταφέρνει να εφοδιάσει τα Ελληνικά στρατεύματα, εξαιτίας της έχθρας του για τον Ανδρούτσο (κατά τον Μακρυγιάννη), παρ’ όλες τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Έλληνα στρατηγού (2). Οι οπλαρχηγοί, βλέποντας ότι δε θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους για πολύ, εφόσον οι τούρκοι κατείχαν το Αυλάκι και οι δικοί τους απειλούσαν με «γιουρούσι» μέσα από τις εχθρικές γραμμές, αποφασίζουν στις 13 Απριλίου να διενεργήσουν νυχτερινή έφοδο εναντίον των τουρκικών οχυρωμένων θέσεων.
Ο Ανδρούτσος αν και σύμφωνος άλλαξε γνώμη θεωρώντας βέβαιη την αποτυχία της νυχτερινής επιθέσεως και ενώ το στράτευμα είχε κινητοποιηθεί, όλοι επανήλθαν στις θέσεις τους. Την επόμενη, ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς μεταβαίνουν με βάρκα στο πλοίο, για να συναντηθούν με τους αντιπροσώπους του Αρείου Πάγου, προς έγκριση της αποχώρησης του στρατεύματος.
Η λογομαχία Ανδρούτσου – Νικηταρά
Κατά την συνάντηση οι Αρεοπαγίτες επιμένουν στην διατήρηση του μετώπου της Αγίας Μαρίνας, με σκοπό την ενθάρρυνση των Μακεδόνων επαναστατών στον Όλυμπο, κάτι το οποίο δεν βρήκε σύμφωνο τον Οδυσσέα που επέμεινε για αποχώρηση των Ελλήνων. Ο Άρειος Πάγος πρότεινε τότε την αποχώρηση του στρατεύματος δια ξηράς, με σκοπό την μετακίνηση τους προς Υπάτη, κάτι που σήμαινε βέβαιη καταστροφή.
Τότε περιήλθαν σε έντονη λογομαχία ο Οδυσσέας με τον Νικηταρά. Κατά την διάρκεια της λογομαχίας, άκουσαν πυροβολισμούς από την Αγία Μαρίνα, μεταξύ Ελλήνων και τούρκων. Τότε, άφησαν τις μεταξύ τους διαφορές και ανήλθαν στο κατάστρωμα του πλοίου. Εκεί, παρατήρησαν σε ένα ύψωμα πλήθος πεζών εχθρών, εντός βολής κανονιού και ένα ιππέα με χρυσοποίκιλτα ρούχα να ωθεί το τουρκικό πεζικό στη μάχη.
Στοχεύοντας με τα κανόνια του πλοίου τον τούρκο αξιωματικό, τον σκότωσαν μαζί με πολλούς άλλους εχθρούς και τότε η μάχη έληξε με τους τούρκους να υποχωρούν προς το Αυλάκι. Τότε οι Αρεοπαγίτες, συμφώνησαν στην πρόταση του Οδυσσέα για αποχώρηση και μόλις βράδιασε, άρχισε η απαγκίστρωση του Ελληνικού στρατού με τέχνασμα του έμπειρου στρατηγού (3).
Οι Έλληνες εγκατάλειψαν την Αγία Μαρίνα, έχοντας όλες αυτές τις ημέρες 50 νεκρούς και 90 τραυματίες, αφού έκαψαν και τον πύργο του Χαλήλ Μπέη.
Οι τουρκικές απώλειες, αν και δεν αναφέρονται από τους ιστορικούς, θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλες, αφού όλο αυτό το διάστημα εφορμούσαν ακάλυπτοι εναντίον οχυρών θέσεων.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Η άλλη δύναμη των 2.500 αγωνιστών, που έπρεπε να επιτεθεί στο Πατρατζίκι, καθυστέρησε και άρχισε την επίθεση την Δευτέρα του Πάσχα, στις 3 Απριλίου (σύμφωνα με αναφορά που έκανε ο Υψηλάντης).
Οι Έλληνες επιτέθηκαν με ορμή και αιφνιδίασαν τους τούρκους. Η επίθεση εκδηλώθηκε από ανατολικά και δυτικά ταυτόχρονα και εξελισσόταν νικηφόρα. Κατέλαβαν τις κάτω συνοικίες, έκαψαν τα τούρκικα σπίτια, σκότωσαν πολλούς τούρκους και απώθησαν τους υπόλοιπους στα ανώτερα σημεία της πόλης.
Κατά την ορμητική αυτή προέλαση των Ελλήνων, παρά λίγο να πιαστεί αιχμάλωτος και ο ίδιος ο Δράμαλης, που βρισκόταν μέσα στην πόλη με όλη τη συνοδεία του, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Κόκκινος. Με δυσκολία υποχώρησε και οχυρώθηκε πιο πάνω, με μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Οι μάχες μέσα στην Υπάτη κράτησαν 6 μέρες και οι τούρκοι ετοιμάζονταν να παραδοθούν. Όμως, μεγάλες τουρκικές δυνάμεις φάνηκαν να ‘ρχονται από το Ζητούνι, για ενίσχυση των πολιορκημένων. Οι Έλληνες φοβήθηκαν και έλυσαν την πολιορκία, και έτσι γλύτωσε ο Δράμαλης, ο οποίος φοβισμένος υποχώρησε στο Ζητούνι.
(2) Τα Ελληνικά σώματα, έτρωγαν καθημερινώς μισή χούφτα βρασμένο καλαμπόκι, για 14 ημέρες, ενώ κοντά στο λιμάνι της Αγίας Μαρίνας υπήρχαν Ελληνικά πλοία γεμάτα προμήθειες.
(3) Ο Ανδρούτσος, για να μην πανικοβληθούν οι στρατιώτες και ορμήσουν άτακτα στη παραλία και τους καταλάβουν οι τούρκοι και επιτεθούν, φώναζε λίγους λίγους στρατιώτες -δήθεν να τους αναθέσει καθήκοντα- και επιβίβασε στα πλοία όλο το στράτευμα μέχρι την αυγή, με άψογη οργάνωση και μεθοδικότητα.